( Ματθαίος: 14:22-33)
Ολόγυρά μου, Κύριε, σκοτεινιάζει.
Και εγώ,
που με χτυπά ο παγερός βοριάς,
με δέρνει το αψύ αγιάζι.
Τι θλιβερός τ´ ανέμου ο στεναγμός!
Ο φάρος είναι σκοτεινός,
χάθηκε σαν χαμόγελο ο γιαλός,
πέφτει αγέλαστο το βράδυ.
Έσβησ´ ο έσπερος ο χαρωπός
κι ο αυγερινός κοιμάται,
φοβάμαι μήπως
ανοιχτεί ο ουρανός,
μήπως στα βράχια
συντριφτώ σαν ναυαγός,
στα πέπλα της νυχτιάς να τυλιχθώ,
στης άβυσσου να βυθιστώ
τα μαύρα βάθη.
Έλα κοντά μου Κύριε, όπως χτες,
με τα φτερούγια των ανέμων πέτα,
πάτησε στων κυμάτων τις κορφές,
μέσα απ’ τις άγριες ριπές
ν´ ακούσω τη φωνή Σου στη νυχτιά,
σαν αηδονιού λυγμολαλιά,
σαν το αέρι που μιλά
στα μυρωμένα γιασεμιά
το ονειρεμένο δείλι.
Ω Κύριε, πρόσταξέ με για να ρθω
μέσα στης νύχτας την οργή,
το βλέμμα Σου σαν άστρο να θωρώ
επάνω στων κυμάτων την κορφή.
Να καβαλήσω των ανέμων την ορμή,
ν´ αγγίξω τ´ άστρα.
Και από τις αστραπές
π´ ανάβουν στους ορίζοντες φωτιές,
να πάρει φλόγα η ψυχή
και σαν λαμπάδα ταπεινή να καίει μπρος Σου.
Γαληνεμένη να υμνεί σαν το πουλί
που τραγουδά στου Μάη τη γιορτή,
σε θεία μέθη.